εὐρώγης

From LSJ
Revision as of 09:45, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρώγης Medium diacritics: εὐρώγης Low diacritics: ευρώγης Capitals: ΕΥΡΩΓΗΣ
Transliteration A: eurṓgēs Transliteration B: eurōgēs Transliteration C: evrogis Beta Code: eu)rw/ghs

English (LSJ)

ες, (ῥώξ) A of fine grapes, πεντάς AP6.190 (Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρώγης: (ῥώξ), ἔχων καλὰς καὶ ἀφθόνους ῥᾶγας, πεντάδα τὴν σταφυλῆς εὐρώγεα Ἀνθ. Π. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
aux beaux raisins.
Étymologie: εὖ, ῥώξ².

Greek Monolingual

εὐρώγης, -ες (Α)
αυτός που έχει καλές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρωξ, ρωγός «ρώγα»].

Greek Monotonic

εὐρώγης: (ῥώξ), άφθονος σε ρώγες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρώγης: ῥάξ обильный гроздьями (sc. σταφυλή Anth.).

Middle Liddell

[ῥώξ]
abounding in grapes, Anth.