μήδιον
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
τό, a plant, A Campanula lingulata, Dsc.4.18:—written μήδειον, Zopyr. ap. Orib.14.16.2, etc.; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 171] τό, ein Kraut, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μήδιον: τό, φυτόν τι, ἴσως campanula, Διοσκ. 4. 18.
Greek Monolingual
μήδιον και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)
είδος φυτού, ίσως η μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το μήδιος, ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η υπόθεση ότι και οι δύο τύποι μήδιον και μήδιος συνδέονται με το Μῆδος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: plantname, Campanula lingulata.
Derivatives: ἐπιμήδιον name of an unknown plant (Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Strömberg Pflanzennamen 122 w. n. 1 supposes connection with μήδιος μαλακός H. (arisen from μήδιος *'medical'?).
Frisk Etymology German
μήδιον: {mḗdion}
Grammar: n.
Meaning: Pflanzenname, Campanula lingulata
Composita: mit ἐπιμήδιον N. einer unbek. Pfl. (Dsk.).
Etymology: Strömberg Pflanzennamen 122 m. A. 1 vermutet Zusammenhang mit μήδιος· μαλακός H. (aus μήδιος *’medisch’ entstanden?).
Page 2,223