περίνησος
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ον, edged with purple (or with a fringe): περίνησον (sc. ἱμάτιον), τό, robe with a purple border (or with a fringe), Antiph.297, Men.92, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 583] mit purpurnem Vorstoße; τὸ περίνησον, sc. ἱμάτιον, Frauenkleid mit purpurnem Vorstoße (νῆσος), Antiphan. bei Poll. 7, 52. Bei Hesych. steht auch περινήσαιος; Phot. erkl. περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ; vgl. Menand. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
περίνησος: -ον, ὁ μετὰ ἐρυθρᾶς παρυφῆς, περίνησον (ἐξυπακ. ἱμάτιον), τό, περιβόλαιον ἔχον ἐρυθρὰν παρυφήν, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76, «περίνησα· τὰ περιβόλαια, οἷς ἐν κύκλῳ πορφύρα παράκειται» Ἡσύχ.- Κατὰ Φώτ.: «περίνησα:περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ, ὅμοια ταῖς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλουμέναις χλαίναις· Μένανδρος Βοιωτίᾳ».
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νῆσος.