ἐκρύπτω
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
A wash or rinse out, Poll.1.44,7.39:—Med., ἐκρύπτεσθαι τὸ ἀδικεῖν Ph.1.613.
German (Pape)
[Seite 778] ausspülen, reinigen, Poll. 1, 44. – Hsd. bei Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρύπτω: ἐκπλύνω, καθαρίζω, Πολυδ. Α΄, 44., Ζ΄, 39: - Μέσ. ἐκρύπτεσθαι τὸ ἄδικον Φίλων 1. 613.
Spanish (DGE)
restregar, limpiar Poll.1.44, 7.39
•fig. en v. med. restregarse, limpiarse τὸ ἀδικεῖν Ph.1.613.
Greek Monolingual
ἐκρύπτω (Α)
πλένω, ξεπλένω, καθαρίζω (και το μέσ. μτφ. «εἰ καὶ μὴ παντελῶς ἐξερύψαντο καὶ ἀπεπλύναντο τὸ ἀδικεῖν», Φίλων).