ἐμπολέμιος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, A pertaining to war, ταῦτα τὰ ἐ. Hdt.6.57; θεοί D.C.42.48. 2 belonging to the forces, ὅσον ἐ. Pl.Lg.755c; τὰ ἐ. branches of the service, ib.756a. 3 warlike, ἔθνη D.C.56.40.
German (Pape)
[Seite 816] was zum Kriege gehört, ihn betrifft; ταῦτα μὲν τὰ ἐμπολέμια Her. 6, 56; Plat. Legg. VI, 755 e u. A.; θεοί, Kriegsgötter, D. Cass. 42, 48; τὰ ἐμπ., der Kriegsbedarf, id.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολέμιος: -ον, ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, ταῦτα τὰ ἐμπ. Ἡρόδ. 6. 56· «ἐμπολέμια· τὰ εἰς πόλεμον ἐπιτήδεια καὶ εὔχρηστα» Σουΐδ.: 2) ὁ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ ἔχων τὴν ἡλικίαν ταύτην, ὅσον ἐμπ. Πλάτ. Νόμ. 755Ε· οἱ ἐμπ. αὐτόθι 756Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la guerre.
Étymologie: ἐν, πόλεμος.
Spanish (DGE)
-ον
1 relativo a la guerra, al ejército, militar τὰ ἐμπολέμια (γέρεα) los privilegios (de los reyes espartanos) en tiempos de guerra op. εἰρηναῖος ‘en tiempos de paz’, Hdt.6.57, cf. D.C.50.6.2, τρίτον δ' ... πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον y en tercer lugar todo el conjunto de fuerzas militares Pl.Lg.755e, ἐκ τῆς ἐμπολεμίου μελέτης a partir de su uso militar Poll.4.87, οἱ ἐμπολέμιοι θεοί D.C.42.48.2, σύνθημα D.C.57.18.4
•subst. οἱ ἐμπολέμιοι los miembros del ejército Pl.Lg.756a, τὰ ἐμπολέμια las fuerzas militares Pl.Lg.943a, Afric.Cest.1.14.10.
2 belicoso, guerrero ἔθνη D.C.56.40.2.
Greek Monolingual
ἐμπολέμιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο
2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ' ἐφεξῆς τούτοις πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.)
3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμπολέμια
κλάδος της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Greek Monotonic
ἐμπολέμιος: -ον (ἐν), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολέμιος:
1) относящийся к войне: τὰ ἐμπολέμια Her. военные дела или вопросы;
2) годный к военной службе: πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον Plat. все население, способное носить оружие.
Middle Liddell
ἐμ-πολέμιος, ον adj [ἐν]
pertaining to war, Hdt.