καρτύνω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1331] ep. = κρατύνω, w. m. s.; τὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν Pind. Ol. 13, 95; τὴν κεφαλὴν χέλυϊ Phanocl. Stob. fl. 64, 14. – Hom. nur med. in der Vbdg ἐκαρτύναντο φάλαγγας, sie verstärkten für sich die Schlachtreihen, Il. 12, 415 u. öfter, u. so sp. D., ἐκαρτύναντο μέλαθρον Ap. Rh. 2, 1088, vgl. 1, 510; χεῖρας ἐκαρτύναντο, sie bewaffneten sich die Hände, Theocr. 22, 80; τὴν αἰσυμνητείην, sich die Herrschaft sichern, Thrasyb. b. D. L. 1, 100.
Greek (Liddell-Scott)
καρτύνω: ἑπικ. ἀντὶ κρατύνω.
English (Slater)
καρτῡνω
1 hurl with force ἐμὲ δ' παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.95)
Greek Monolingual
καρτύνω (Α)
(επικ. τ.) βλ. κρατύνω.
Greek Monotonic
καρτύνω: [ῡ], Επικ. αντί κρατύνω.
Russian (Dvoretsky)
καρτύνω: (ῡ) эп.-ион. (= κρατύνω)
1) крепко держать, крепко хватать (τὰ βέλεα χεροῖν Pind.);
2) med. укреплять (для себя) (φάλαγγας Hom.; τὴν αἰσυμνητείην Diog. L.): κ. χεῖρας Theocr. вооружаться.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρτύνω ep. voor κρατύνω.
Middle Liddell
καρτύ¯νω, [epic for κρατύνω.]