κεφαλισμός
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ὁ, A multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, die Multiplication der Zahlen von eins bis zehn mit einander, das Einmaleins, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλισμός: ὁ, ὁ πίναξ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῶν δέκα, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεφαλίζω).
Greek Monolingual
κεφαλισμός, ὁ (Α) κεφαλή
ο πίνακας του πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το περί τά στοιχεῖα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῖς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλισμός: ὁ таблица умножения чисел первого десятка Arst.