γυμνητεία
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
A (v.l. γυμνητία), ἡ, light-armed troops, Th.7.37.
II nakedness, Corn.ND15; going unclothed, as a symptom of insanity, Ptol.Tetr.170.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, die Nacktheit, Sp., s. γυμνητία.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητεία: ἡ, γυμνότης, Εὐστ. Πονημ. 190. 43, κτλ. 2) οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, εὔζωνοι στρατιῶται, Θουκ. 7, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
troupes légères.
Étymologie: γυμνητεύω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): γυμνι- Mac.Aeg.Serm.B.12.1.4
1 infantería ligera οἱ ἱππῆς καὶ ἡ γ. τῶν Συρακοσίων Th.7.37.
2 desnudez de las Gracias, Corn.ND 15, cf. Mac.Aeg.l.c., como síntoma de locura, Ptol.Tetr.3.15.5.
Greek Monolingual
η (AM γυμνητεία) γυμνητεύω
η γύμνια
αρχ.
στρατιώτες ελαφρά οπλισμένοι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνητεία -ας, ἡ [γυμνητεύω] lichtgewapende infanterie.
Russian (Dvoretsky)
γυμνητεία: ἡ гимнеты, легковооруженные войска Thuc.