θύρετρον
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
German (Pape)
[Seite 1227] τό, Thür, Hom., Pind. I. 6, 6, Eur. Or. 1474 u. öfter, im plur.; seltener in Prosa, Xen. An. 5, 2, 13; der sing. Agath. 8 (V, 294) Luc. Philops.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d'ord. au pl. τὰ θύρετρα;
châssis d'une porte ; porte.
Étymologie: θύρα.
Greek Monolingual
θύρετρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τά θύρετρα
1. η θύρα
2. το πλαίσιο της θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του ημέλεθρον].
Russian (Dvoretsky)
θύρετρον: (ῠ) τό (преимущ. pl.) дверь Hom., Pind., Xen. etc.