προφρόνως
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
later Adv. fr. πρόφρων.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontiers, avec empressement (litt. « d'un esprit porté vers »).
Étymologie: πρόφρων.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ.
βλ. πρόφρων.
Russian (Dvoretsky)
προφρόνως: эп.-ион. προφρονέως
1) с готовностью, охотно, рьяно (μάχεσθαι Hom.);
2) всей душой, горячо (τίειν Hom.; φιλεῖν Pind.);
3) благосклонно (ἐπιδεῖν Aesch.).