παλιντυπής
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ές, beaten back, neut. as adverb, A.R. 3.1254.
German (Pape)
[Seite 451] ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντῠπής: -ές, ὁ ὀπίσω κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254.
Greek Monolingual
παλιντυπής, -ές (Α)
1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές
με χτύπημα από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι-τυπής].