παράπικρος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον, somewhat bitter, Sch.Ar.V.873.
German (Pape)
[Seite 493] etwas bitter, Schol. Ar. Vesp. 873.
Greek (Liddell-Scott)
παράπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον τι πικρός, ὑπόπικρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 873.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πικρίζει λίγο, ο λίγο πικρός.