ποίνημα
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Full diacritics: ποίνημα | Medium diacritics: ποίνημα | Low diacritics: ποίνημα | Capitals: ΠΟΙΝΗΜΑ |
Transliteration A: poínēma | Transliteration B: poinēma | Transliteration C: poinima | Beta Code: poi/nhma |
ατος, τό, (ποινάω) penalty, Hsch. (ποινώματα cod.).
[Seite 652] τό, Buße, Rache, Strafe, Hesych. wahrscheinlich falsch ποίνωμα.
ποίνημα: τό, (ποινάω) τιμώρημα, Ἡσύχ. (κῶδ. ποινώματα).
τὸ, Α ποινῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) εκδίκηση, τιμωρία.