πονηροκάρδιος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον, bad-hearted, Gloss.
German (Pape)
[Seite 680] böses Herzens, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πονηροκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, μοχθηρός, Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.
Greek Monolingual
-ον, αυτός που έχει πονηρή, κακή καρδιά, μοχθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + καρδία (πρβλ. μελανο-κάρδιος)].