σανδών
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
όνος, ὁ, transparent robe (cf. foreg. 1.2), Lyd.Mag.3.64.
Greek (Liddell-Scott)
σανδών: -ῶνος, ὁ, ἐσθὴς διαφανής, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, Α
διαφανές ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. σάνδυξ και έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' επίδραση της λ. σινδών.