σάλπισμα

From LSJ
Revision as of 17:47, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλπισμα Medium diacritics: σάλπισμα Low diacritics: σάλπισμα Capitals: ΣΑΛΠΙΣΜΑ
Transliteration A: sálpisma Transliteration B: salpisma Transliteration C: salpisma Beta Code: sa/lpisma

English (LSJ)

ατος, τό, trumpet-call, Poll.4.86; σαλπισμός, ὁ, Thd.Nu.23.21.

German (Pape)

[Seite 860] τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

σάλπισμα: τό, ἦχος σάλπιγγος, Πολυδ. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σαλπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαλπίζω, το να σαλπίζει κανείς, να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό κομμάτι με την σάλπιγγα
2. ήχος που παράγεται, που βγαίνει από την σάλπιγγα
3. το παράγγελμα που δίνεται με την σάλπιγγα
νεοελλ.
1. στρ. μετάδοση διαταγής με την σάλπιγγα
2. μτφ. αναγγελία ενός σημαντικού γεγονότος, διακήρυξη.