συνεργητέον
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
one must assist, τῇ ἐκβολῇ Sor.2.48, cf. Archig. ap.Gal.12.676.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συνεργῶ, δεῖ συνεργεῖν, Σωραν. περὶ Γυναικ. παθῶν σ. 266Α.