σχίδαξ
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ᾰκος, ὁ, = σχίζα, LXX 3 Ki.18.33, D.S.13.84, AP6.231 (Phil.), Dsc.1.98, Apollod.Poliorc.145.11; of the bars of a cancellum, Lyd.Mag.3.37; poles of a chair, ib. 1.32.
German (Pape)
[Seite 1056] ακος, ὁ, = σχίδη, Phil. Thess. 10 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
σχίδαξ: -ᾰκος, ὁ, = σχίζα, Ἀνθολ. Π. 6. 231, Διόδ. 13. 84, Διόσκ. κλπ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. σχίδακας.
Greek Monotonic
σχίδαξ: -ᾰκος, ὁ, = σχίζα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σχίδαξ: ᾰκος (ῐ) ὁ Anth. = σχίζα.