σχεδιουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, raft-builder, Them.Or.26.316b.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, der Flöße verfertigt, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδιουργός: ὁ, (σχεδία, *ἔργω) ὁ κατασκευάζων σχεδίας, Θεμίστ. 316Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει σχεδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδία + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιστ-ουργός].