φάρσωμα
From LSJ
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
English (LSJ)
ατος, τό, ship's timbers, Demetr. in Cat.Cod.Astr.8(3).98.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, ΜΑ
μσν.
πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς
αρχ.
τοποθέτηση της τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].