σφυρωτήρ

From LSJ
Revision as of 19:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῠρωτήρ Medium diacritics: σφυρωτήρ Low diacritics: σφυρωτήρ Capitals: ΣΦΥΡΩΤΗΡ
Transliteration A: sphyrōtḗr Transliteration B: sphyrōtēr Transliteration C: sfyrotir Beta Code: sfurwth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, leather thong, shoe-latchet, LXX Ge.14.23 cod. Vat. (σφαιρ- cett.): ἀπὸ τοῦ σφυρὰ τηρεῖν acc. to Jo.Chr. ap. Phot. Bibl.p.510B.

German (Pape)

[Seite 1053] ῆρος, f. L. für σφαιρωτήρ, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σφῠρωτήρ: ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν Λέξ. σφαιρωτήρ, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
δερμάτινο κορδόνι υποδήματος ή, κατ' άλλους, είδος υποδημάτων τα οποία έδεναν γύρω από τα σφυρά ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σφυροῦμαι (< σφυρόν) + επίθημα -τήρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε σφαιρωτήρ].