φλεγματοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (φλέγμα 11.1) pituitous, Hp.Mul.1.30.
German (Pape)
[Seite 1291] ές, 1) entzündet, entzündend, aufschwellend, blähend, auch nährend, von Speisen, Hippocr. – 2) schleimig, voll Schleim, od. Schleim erzeugend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰτοειδής: -ές, (φλέγμα ΙΙ. 1) φλεγματώδης, Ἱππ. ἐν σελ. 602. 3.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
φλεγματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατός + -ειδής].