φιλαπόδημος

From LSJ
Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰπόδημος Medium diacritics: φιλαπόδημος Low diacritics: φιλαπόδημος Capitals: ΦΙΛΑΠΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: philapódēmos Transliteration B: philapodēmos Transliteration C: filapodimos Beta Code: filapo/dhmos

English (LSJ)

ον, fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.

German (Pape)

[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].

Greek Monotonic

φῐλᾰπόδημος: -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλαπόδημος: любящий путешествовать Xen.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰπόδημος, ον,
fond of travelling, Xen.