ψιλόκρανος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ον, bald-headed, Tz.ad Hes.Op.374.
German (Pape)
[Seite 1399] kahlköpfig, Tzetz. zu Hes. O. 376.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων ψιλὴν (γυμνὴν) τὴν κεφαλήν, φαλακρός, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 376.
Greek Monolingual
-ον, Μ
ψιλοκόρρης, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -κρανος (< κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. ορθό-κρανος].