ψαλιδόω
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
(ψαλίς ΙΙ) vault, arch, Bito 54.7 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1390] wölben, τράφηξ ἐψαλιδωμένος Mathem. vett., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλῐδόω: μέλλ. ώσω, (ψαλλὶς ΙΙ) σχηματίζω ἁψῖδα ἢ θόλον, Φίλων ἐν Matth. Vett. 109.