δίκολπος

From LSJ
Revision as of 21:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκολπος Medium diacritics: δίκολπος Low diacritics: δίκολπος Capitals: ΔΙΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: díkolpos Transliteration B: dikolpos Transliteration C: dikolpos Beta Code: di/kolpos

English (LSJ)

ον, with two sinuses, Gal.2.890.

German (Pape)

[Seite 629] mit doppeltem Busen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίκολπος: -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, μήτρα Γαλην. 4, 2770.

Spanish (DGE)

-ον de dos senos de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.

Greek Monolingual

-ον (Α δίκολπος, -ον)
νεοελλ.
(για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους
αρχ.
(για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους.