δακτυλιουργός
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ὁ, ring-maker, Philyll.15, Pherecr.207.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, der Siegelringe macht, Pherecr. Poll. 7, 179 u. Philyll. ib. 108.
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δακτυλίους, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 77.
Spanish (DGE)
(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ fabricante de anillos Pherecr.234, Philyll.14.
Greek Monolingual
δακτυλιουργός, ο (Α) ο τεχνίτης που κατασκευάζει δαχτυλίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ουργός < έργον].