θεοπροπία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ, prophecy, oracle, Il.1.87, Od.1.415, etc.
German (Pape)
[Seite 1197] ἡ, Ausspruch der Gottheit, Orakel, Prophezeiung, Ἑκάτοιο, Il. 1, 385. 16, 36 Od. 1, 415. 2, 201, sp. Ep.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπροπία: ἡ, προφητεία, χρησμός, Ἰλ. Α. 87, 385, Λ. 794, Π. 36, Ὀδ. Α. 415, Β. 201, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ordre des dieux, prédiction, oracle.
Étymologie: θεοπρόπος.
Greek Monolingual
θεοπροπία, ἡ (Α) θεοπρόπος
η προφητεία.
Greek Monotonic
θεοπροπία: ἡ, προφητεία, χρησμός.
Russian (Dvoretsky)
θεοπροπία: ион. θεοπροπίη ἡ прорицание, пророчество или веление божества Hom.