θεομηνία
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ἡ, wrath of God, Pall.in Hp.2.142D., Steph.in Hp.1.72 D., Eust.891.24.
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, Götterzorn, Eust. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεομηνία: ἡ, ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ, Δίων Κ. Ἀποσπ. 30, 1, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 727, Εὐστ. 891. 24.
Greek Monolingual
η (AM θεομηνία)
η οργή του θεού
νεοελλ.
μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από κακοκαιρία, σεισμό, πλημμύρα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μήνις].