καρδιοφύλαξ
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, breastplate, Plb.6.23.14.
German (Pape)
[Seite 1327] ακος, ὁ, Brustschild, der das Herz bewacht, Pol. 6, 23, 14.
Greek Monolingual
καρδιοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που προφυλάσσει την καρδιά, δηλ. ο θώρακας.
Russian (Dvoretsky)
καρδιοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ нагрудный панцирь, нагрудник Polyb.