καταίσιμος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ον, = αἴσιμος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1351] = simplex, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καταίσιμος: -ον, = αἴσιμος, ἀγαθός, εὐνοϊκός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καταίσιμος, -ον (Α)
ευνοϊκός, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἴσιμος «πεπρωμένος, μοιραίος» (< αἶσα)].