κατάντλημα

From LSJ
Revision as of 01:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντλημα Medium diacritics: κατάντλημα Low diacritics: κατάντλημα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΛΗΜΑ
Transliteration A: katántlēma Transliteration B: katantlēma Transliteration C: katantlima Beta Code: kata/ntlhma

English (LSJ)

ατος, τό, douche, Dsc.1.104.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντλημα: (καὶ ἐπάντλημα), τό, πλύσιμον, διὰ θερμοῦ μάλιστα ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· κατάντλημα ποδάγρας ἄριστον τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.

Greek Monolingual

κατάντλημα, τὸ (Α) καταντλώ
1. λουτρό
2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα.