κινναβάρινος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
η, ον, like cinnabar, vermilion, Arist.HA501a30, Ath.9.390b, Ael.NA4.21.
German (Pape)
[Seite 1441] von der Farbe des κιννάβαρι; Arist. H. A. 2, 1 E.; Ath. IX, 390 b.
Greek (Liddell-Scott)
κιννᾰβάρινος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς κιννάβαρι, ἐρυθρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κινναβάρινος, -ίνη, -ον) κιννάβαρι
αυτός που έχει το χρώμα του κινναβάρεως, ο ερυθρός
νεοελλ.
ο βαμμένος με κιννάβαρι.
Russian (Dvoretsky)
κιννᾰβάρινος: цвета киновари, ярко-красный, алый (χρῶμα Arst.).