κινναβάρινος

From LSJ
Revision as of 01:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινναβᾰρινος Medium diacritics: κινναβάρινος Low diacritics: κινναβάρινος Capitals: ΚΙΝΝΑΒΑΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kinnabárinos Transliteration B: kinnabarinos Transliteration C: kinnavarinos Beta Code: kinnaba/rinos

English (LSJ)

η, ον, like cinnabar, vermilion, Arist.HA501a30, Ath.9.390b, Ael.NA4.21.

German (Pape)

[Seite 1441] von der Farbe des κιννάβαρι; Arist. H. A. 2, 1 E.; Ath. IX, 390 b.

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰβάρινος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς κιννάβαρι, ἐρυθρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κινναβάρινος, -ίνη, -ον) κιννάβαρι
αυτός που έχει το χρώμα του κινναβάρεως, ο ερυθρός
νεοελλ.
ο βαμμένος με κιννάβαρι.

Russian (Dvoretsky)

κιννᾰβάρινος: цвета киновари, ярко-красный, алый (χρῶμα Arst.).