κηρύκευσις
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
εως, ἡ, = κηρυκεία, Suid.
German (Pape)
[Seite 1434] ἡ, = κηρυκεία, das Ausrufen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκευσις: ῡ, εως, ἡ, = κηρυκεία, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κηρύκευσις, ἡ (Α) κηρυκεύω
(κατά το λεξ. Σούδα) κηρύκεια.