κλινοστρόφιον
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
τό, engine of torture, Agath. 4.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κλινοστρόφιον: τό, κολαστήριον ὄργανον, Ἀγάθ. 107Β (Casaub. χειρο-).
Greek Monolingual
κλινοστρόφιον, τὸ (Α)
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -στρόφιον (< στρόφιον < στρόφος < στρέφω), πρβλ. πηλοστρόφιον, χειροστρόφιον.