Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
Full diacritics: λώφημα | Medium diacritics: λώφημα | Low diacritics: λώφημα | Capitals: ΛΩΦΗΜΑ |
Transliteration A: lṓphēma | Transliteration B: lōphēma | Transliteration C: lofima | Beta Code: lw/fhma |
gloss on λῶφαρ, relief, Hsch., cj. in S.Tr.554.
[Seite 77] τό, die Erholung, Rast, Hesych. Erkl. von λῶφαρ.
λώφημα: τό, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λῶφαρ.
λώφημα, τὸ (Α) λωφώ
ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία.