λωφώ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
λωφῶ,-άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α)
1. σταματώ, λήγω («ἀλλ' ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.)
2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ' ἐπειδὴ τοῦδ' ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.)
3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και για θάλασσα και άνεμο) καταπαύω, καταπραΰνομαι, κοπάζω («αἱ δὲ ξυμφοραὶ οὐ κατ' ἀξίαν δὴ φοβοῦσιν, τάχα δὲ ἂν καὶ λωφήσειαν», Θουκ.)
4. ανακουφίζω, ελευθερώνω, ελαφρύνω, απαλλάσσω («ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πεφυκέπω», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταρρηματικό επαναληπτικό σχηματισμό με -ō μακρό (πρβλ. νωμῶ: νέμω, τρωπῶ: τρέπω), αβέβαιης όμως ετυμολ. Η σύνδεση με τα ἐλαφρός ή λόφος θεωρείται απίθανη. Είναι πιθ., αντιθέτως, να συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. labōn «αναζωογονώ, δροσίζω, ανακουφίζω», δάνειο ίσως από το λατ. lavāre «πλένω, βρέχω». Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, η λ. λωφῶ ανάγεται σε IE sleubh- «κρεμώ χαλαρά». Από το ρ. λωφῶ, μέσω του μτγν. λωφάζω, σχηματίστηκε ο νεοελλ. τ. λουφάζω.
ΠΑΡ. αρχ. λώφαρ, λωφήιος, λώφημα, λώφησις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αναλωφώ, απολωφώ, καταλωφώ, μεταλωφώ, υπολωφώ].