μεμψιμοιρία
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἡ, faultfinding, Hp.Ep.20, Arist.VV1251b25, Thphr.Char.17.1, Epicureusin PHerc. 176p.46V.
German (Pape)
[Seite 130] ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μεμψῐμοιρία: ἡ, τὸ μεμψιμοιρεῖν, παραπονεῖσθαι, Ἱππ. 1287, 9, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.
Greek Monolingual
η (Α μεμψιμοιρία) μεμψίμοιρος
η εκδήλωση του μεμψίμοιρου, παράπονο κατά της μοίρας, γκρίνια.
Russian (Dvoretsky)
μεμψῐμοιρία: ἡ недовольство своей судьбой, жалобы, ропот Arst., Luc.