μετεωρέω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
= μετεωρίζομαι, ηὐξήθη καὶ μετεωρεῖν ἤρξατο Ph.1.130.
German (Pape)
[Seite 159] als v.l. für μετεωρίζω an einigen Stellen, aber falsch.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρέω: μετεωρίζω, Φίλων Ι, 130, 7, κλ.