μολυβίς
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ίδος, ἡ, gloss on μολύβδαινα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 200] ίδος, ἡ, Erkl. von μολύβδαινα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μολῠβίς: -ίδος, ἡ, = μολυβδίς, Ἡσύχ., Βασιλ. 2. σ. 145.