ἀνακυλίνδω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
'reflect', t.t. in dissection, Gal.2.730.
Spanish (DGE)
desplazar tirando hacia atrás Gal.2.730.
Greek Monolingual
ἀνακυλίνδω (Α)
αντανακλώ (όρος της ανατομίας στον Γαληνό).