ηράκλειος

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [Ηρακλής)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «ηράκλειος άθλος» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — στενός θαλάσσιος πόρος μεταξύ της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, κατά τη μυθολογία, έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια στήλη
νεοελλ.
1. γιγαντώδης, τεράστιος, υπερφυσικός («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το ηράκλειο
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκιαδανθή, οικογένεια σκιαδοφόρα·