εἰσέλασις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, charge, of scythe-chariots, Plu.Art.7.
German (Pape)
[Seite 742] ἡ, das Eindringen, Plut. Artax. 7.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσελαύνειν, εἰσβολή, Πλουτ. Ἀρτοξ. 7.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
carga, ataque de carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.Art.7, τῶν ἵππων Sch.Er.Il.15.258-259.
Greek Monolingual
εἰσέλασις, η (Α)
1. εισβολή
2. είσοδος στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.
Russian (Dvoretsky)
εἰσέλᾰσις: εως ἡ стремительная атака, (тактический) удар (διακόψαι τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plut.).