εὐκαμψία

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαμψία Medium diacritics: εὐκαμψία Low diacritics: ευκαμψία Capitals: ΕΥΚΑΜΨΙΑ
Transliteration A: eukampsía Transliteration B: eukampsia Transliteration C: efkampsia Beta Code: eu)kamyi/a

English (LSJ)

ἡ, flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Ggstz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθειαευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαμψία:гибкость (τῆς φωνῆς Arst.).