λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: τᾱτᾰλίζω | Medium diacritics: ταταλίζω | Low diacritics: ταταλίζω | Capitals: ΤΑΤΑΛΙΖΩ |
Transliteration A: tatalízō | Transliteration B: tatalizō | Transliteration C: tatalizo | Beta Code: tatali/zw |
call by pet name (cf. τατί), coax, Herod.1.60, 6.77.
Α
φωνάζω κάποιον με χαϊδευτικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τατᾶ, πιθ. αναλογικά κατά τα ρ. σε -αλ-ίζω (πρβλ. βαυκαλίζω)].