ἰσχνοσκελής
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
ές, lean-shanked, D.L.5.1, Gal.6.322.
German (Pape)
[Seite 1272] ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοσκελής: -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.
Greek Monolingual
ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, μακροσκελής].
Russian (Dvoretsky)
ἰσχνοσκελής: тонконогий Diog. L.