ὡμολογημένως

From LSJ
Revision as of 11:11, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡμολογημένως Medium diacritics: ὡμολογημένως Low diacritics: ωμολογημένως Capitals: ΩΜΟΛΟΓΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hōmologēménōs Transliteration B: hōmologēmenōs Transliteration C: omologimenos Beta Code: w(mologhme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω, confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.

German (Pape)

[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].

Russian (Dvoretsky)

ὡμολογημένως: [part. pf. pass. к ὁμολογέω единодушно, по взаимному соглашению Diod.