θαέομαι

From LSJ
Revision as of 11:25, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱέομαι Medium diacritics: θαέομαι Low diacritics: θαέομαι Capitals: ΘΑΕΟΜΑΙ
Transliteration A: thaéomai Transliteration B: thaeomai Transliteration C: thaeomai Beta Code: qae/omai

English (LSJ)

Dor. for θηέομαι (Ion. form of θεάομαι), Pi.P.8.45: aor. 1 θαήσατο Lyr.Adesp.40; imper. θάησαι Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. θάομαι.

German (Pape)

[Seite 1181] dor. = θεάομαι; Pind. P. 8, 45; θαεῖτο Theocr. 22, 20. Vgl. θηέομαι, die diesem entsprechende ion. Form, u. θάομαι, die Grundform, wie auch θαητός.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱέομαι: Δωρ. ἀντὶ θηέομαι (Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.

English (Slater)

θᾱέομαι observeθαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) admire, “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)

Greek Monolingual

θαέομαι (Α)
(δωρ. τ.) θεάομαι, -ώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θηέομαι, ιων. τ. του θεά-ομαι, -ώμαι, (βλ. λ. θέα)).

Greek Monotonic

θᾱέομαι: Δωρ. αντί θηέομαι (Ιων. τύπος του θεάομαι), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. θάησαι, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θᾱέομαι: дор. = θηέομαι (см. θεάομαι).

Middle Liddell

θᾱέομαι, [doric for θηέομαι, ionic form of θεάομαι, Pind., Theocr.]