κατακληρουχέω
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A receive as one's portion, especially of a conquered country, divide among themselves, portion out, τὴν Χώραν Plb.2.21.7; τὰς οὐσίας Id.7.10.1; τὴν Σικελίαν D.S.13.30; τὴν νῆσον Str.8.6.16; τὴν γῆν εἰς κλήρους Ael.VH6.1. 2 assign as a portion, τισὶ τὴν ἀρίστην τῆς Χώρας D.S.1.54, cf. PLond.2.383.2 (Pass., iii A.D.); portion out to colonists, πᾶσαν ὀλίγου δεῖν τὴν Ἰταλίαν Plu.Ant. 55.
German (Pape)
[Seite 1353] durchs Loos vertheilen, bes. erobertes Land unter die neuen Ansiedler, πᾶσι κατεκληρούχησε τὴν ἀρίστην χώραν D. Sic. 1, 54; Plut. Ant. 55; τἡν γῆν εἰς δισχιλίους κλήρους, in 2000 Theile theilen, Ael. V. H. 6, 1. – Durchs Loos Land zugetheilt erhalten, in Besitz nehmen, τὴν γῆν Pol. 2, 21, 7; οἱ κατακεκληρουχηκότες τὰς οὐσίας 7, 10, 1; pass., 3, 40, 8 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακληρουχέω: λαμβάνω ὡς μερίδιόν μου, ἰδίως ἐπὶ κατακτηθείσης χώρας, μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, διανέμομαι μετ’ ἄλλων, ἐπὶ τῶν νέων ἀποίκων. κ. τὴν γῆν Πολύβ. 2. 21, 7· οἱ κατακεκληρουχηκότες τὰς οὐσίας ὁ αὐτ. 7. 10, 1· κ. τὴν γῆν εἰς κλήρους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1· ―καὶ ἐν τῷ παθητ., τὴν κατακεκληρουχημένην χώραν ὑπὸ τῶν Ρωμαίων Στράβ. 3, 40, 8. 2) παρέχω ὡς μερίδιον, τινί τι Διόδ. 1. 54, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
distribuer au sort des terres conquises.
Étymologie: κατά, κληρουχέω.
Russian (Dvoretsky)
κατακληρουχέω:
1) (о завоеванных землях), распределять по жребию (τὴν ἀρίστην χώραν τισί Diod.);
2) делить между собой или получать в виде доли (τὴν γῆν, τὰς οὐσίας Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κληρουχέω verdelen van land (onder veteranen).