συγγίνομαι
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
Ionic and later Gr. for συγγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.